Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Ιστορίες Μοτοσικλέτας

THE BOOK LOVERS - SUMMER EDITION


Μετά από μια ομολογουμένως πολύ ξεχωριστή έκδοση, Τα λουτρά της Ελλάδας, έναν περιηγητικό οδηγό αξιώσεων, οι δημοσιογράφοι Κώστας Ζαχαρόπουλος και Ηλίας Μπαρμπίκας συνομιλούν με τη Μερόπη Κοκκίνη για τις νέες ιστορίες τους με πρωταγωνίστρια πάντα μια μηχανή.

Image
Ο τίτλος του βιβλίου, Οι Μηχανόβιοι, Ιστορίες πάθους και αλητείας, μας κάνει να φανταζόμαστε κόντρες που κόβουν την ανάσα, τούμπες, τρυπημένες εξατμίσεις και κυνηγητό με μπάτσους.




«Όλη η ιδέα να συγκεντρώσουμε ιστορίες με μηχανές ξεκίνησε κάπου, κάποτε όταν ακούσαμε μια ιστορία», μου λένε οι επίσης μηχανόβιοι δημοσιογράφοι και χρόνια κολλητοί φίλοι, Κώστας και Ηλίας. «Μιλήσαμε με περίπου εκατό μηχανόβιους κάθε ηλικίας αλλά όχι και φύλου. Τις ιστορίες που θα διαβάσετε στο βιβλίο μας τις έχουν διηγηθεί μόνο άντρες. Δεν καταφέραμε να "επικοινωνήσουμε" με καμία γυναίκα. Ελπίζουμε αυτό να είναι τυχαίο».
Διαβάζοντάς τες, η αμεσότητα του προφορικού λόγου που έχει διατηρηθεί σχεδόν αυτούσιος σε κάνει να κολλάς. Αργότερα και σταδιακά αυτό που διαφαίνεται από τις λογής λογής ιστορίες είναι μια ξεκάθαρη εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. «Ο προφορικός λόγος έχει μεγάλη γοητεία και ζωντάνια και αν πετύχεις άνθρωπο που να ξέρει να τον χειρίζεται η ιστορία φτιάχνεται μόνη της. Το μέλημά μας, λοιπόν, ήταν να τηρήσουμε τον προφορικό λόγο. Μαγνητοφωνήσαμε τις αφηγήσεις τους και στη καταγραφή διατηρήσαμε το γλωσσικό ιδίωμα του καθενός».
Εξηγούν γιατί, ντε και καλά, οι μηχανόβιοι συνδέονται με αλητείες. «Στα τέλη της δεκαετίας του '70, μετά από τη Μεταπολίτευση, όσοι είχαν μηχανές αναγκάζονταν να πληρώσουν έναν μεγάλο αντίτιμο που ισοδυναμούσε με φόρο πολυτελείας. Επειδή, όμως, δεν διέθεταν όλοι αυτά τα χρήματα, πολλοί κυκλοφορούσαν τις μηχανές τους δίχως πινακίδες. Αυτό συνιστούσε μια παρανομία και μερικοί φλέρταραν με το περιθώριο ακόμη περισσότερο. Αργότερα, στη δεκαετία του '80, που πλήθυναν και οι μηχανές, ακρίβυναν πάρα πολύ τα ανταλλακτικά και ή έπρεπε να τα σκάσεις για να αλλάξεις αναρτήσεις ή να τις κλέψεις και έτσι έβλεπες ευυπόληπτους, κατά τα άλλα, ανθρώπους να παρανομούν για τη μηχανή τους. Από ανάγκη, όχι τίποτ' άλλο. Μετά κυρίλεψε η φάση. Τώρα, η κρίση ίσως να μας ξαναρίξει στην παρανομία».
Ανάμεσα στους ανώνυμους και επώνυμους που διηγήθηκαν τη δική τους ιστορία αίσθηση προκαλεί ότι συμπεριλαμβάνονται διηγήσεις των αστροφυσικού και συγγραφέα Γιώργου Γραμμματικάκη, Γέροντα Παΐσιου και δημοσιογράφου Γιάννη Ντρενογιάννη. Τελικά, όμως, όποιος και να είναι ο αφηγητής, οι αγαπημένες ιστορίες του καθενός είναι θέμα γούστου.

Σε πρώτο πρόσωπο

Γέρων Παΐσιος: «Στα χέρια μάς κρατούν οι άγιοι. Ένα παιδί που του είχα δώσει ένα σταυρουδάκι, καθώς έτρεχε με το μοτοσακό πέρασε πάνω από ένα ταξί, έκανε τούμπα και συνέχισε να τρέχει στον δρόμο χωρίς να πάθει τίποτα. Πολλοί γλιτώνουν, αλλά λίγοι καταλαβαίνουν και διορθώνονται».

Αντώνης Πανούτσος: «Το συνεργείο είναι τέμενος, ο μάστορας είναι αρχιερέας και τα μαστοράκια καντηλανάφτες. Το συνεργείο έχει θαυματουργές ικανότητες, κάτι σαν την Παναγιά της Τήνου. Πάμε τη μοτοσικλέτα μας για να γίνει καλά. Όπως, λοιπόν, δεν διατάζουμε την Παναγιά «Κάνε το παιδί να περπατήσει και θα' ρθω να το πάρω το απόγευμα», έτσι δεν λέμε στο μάστορα «Φτιαξ' το και θα περάσω αύριο».
Κώστας Ζαχαρόπουλος και Ηλίας Μπαρμπίκας: Οι Μηχανόβιοι, Ιστορίες πάθους και αλητείας, εκδόσεις Καστανιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Bookmark and Share