Το
κείμενο που ακολουθεί δεν είναι άλλο ένα κείμενο που εκθειάζει τα καλά
των ξένων σε σχέση με τους Έλληνες. Αυτό το κείμενο μιλάει για μας, για
τη γενιά μου, για το πόσο σπουδαίοι είμαστε. Ναι. Μετά από 4 μήνες στο
εξωτερικό, το παραδέχομαι. Είμαστε ανώτερη φυλή εμείς οι Έλληνες.
Υπάρχει ένα ρήμα που το λένε στο χωριό μου και που
περιγράφει μια κατάσταση του ανθρώπινου νου: Νογάω. Σημαίνει παίρνει
στροφές ο εγκέφαλός μου, πετάει σπίθες, βρίσκει λύσεις σε καταστάσεις.
,Ε αυτοί εδώ δε νογάνε! Δεν πετάνε σπίθες τα μάτια τους, δεν έχει
πολυπλοκότητα η σκέψη τους, απλώς έχουν προετοιμαστεί για διάφορα
σενάρια και παίζουν ανάλογα. ,Ε εμείς νογάμε για τα καλά. Το νιώθεις από
την πρώτη στιγμή που συναναστρέφεσαι με τους Βρετανούς. Τους Έλληνες
τους ξεχωρίζεις απ’ το βλέμμα. Διαπεραστικό, εξονυχιστικό. Μπορεί να σε
κοιτάζουν για να σε κουτσομπολέψουν, να σε σχολιάσουν. Όπως και να ‘χει
όμως το βλέμμα τους ξέρει να υπολογίζει, να κόβει.
Από πού να ξεκινήσω; Από το γεγονός ότι είμαστε
μορφωμένοι; Είμαστε, πώς να το κάνουμε! Τρεις γλώσσες τουλάχιστον ο
καθένας. Αθλήματα, χορωδίες, θέατρο. Διαβάζουμε βιβλία, κάνουμε διάλογο,
μπορούμε να γλεντήσουμε χωρίς να πιούμε. Έχουμε νταλκά, έχουμε
σπιρτάδα, χιούμορ, φαντασία.
Ξέρουμε από σκληρή δουλειά και δεν τη φοβόμαστε. Τους
βλέπεις και κουράζονται στο πιο απλό πράγμα. Αφηγείσαι εργασιακές
εμπειρίες και καταστάσεις και οι ανώτεροί σου μένουν με το στόμα
ανοιχτό. Δε θα δουλεύανε ούτε μισή ώρα παραπάνω αν δεν την
πληρωνόντουσαν. Εμείς για να τελειοποιήσουμε ένα πρότζεκτ, θα
κοιμόμασταν στο γραφείο. Χωρίς ανταλλάγματα. Γιατί παθιαζόμαστε με κάτι
που μας αρέσει.
Νομίζετε ότι τα λέω όλα αυτά με νοσταλγία; Με ένα αχ
και έναν κόμπο στο λαιμό; Όχι. Τα λέω με θυμό. Με σμιγμένα φρύδια. Για
κάνετε τη σύγκριση. Εμείς, η πιο μορφωμένη γενιά, οι πιο δουλευταράδες,
έχουμε μια χρεοκοπημένη χώρα. Οι Βρετανοί, με... "καμένα εγκεφαλικά
κύτταρα" από το αλκοόλ και με 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα έχουν μια
χώρα που όλα λειτουργούν ρολόι. Ποιοι είναι οι χαζοί τελικά; Ποιοι είναι
ανώτεροι; Ποιοι περνούν καλύτερα;
Και συλλογίζομαι. Αν, λέω αν, μπορούσα να φέρω όλους
εμάς εδώ σε αυτή τη χώρα, θα προσαρμοζόμασταν ή θα τη διαλύαμε; Κι αν
φέρναμε το σύστημα αυτής της χώρας στην Ελλάδα θα άντεχε, θα έπιανε
τόπο; Ειλικρινά δε γνωρίζω την απάντηση. Αυτό που ξέρω είναι ότι εδώ,
γελάνε στο δρόμο. Οι οδηγοί τραγουδάνε την ώρα της δουλειάς και μερικοί
επιβάτες τους συνοδεύουν. Περπατάς στην πόλη και νιώθεις κομπάρσος σε
μιούζικαλ. Σε μια μελωδία της ευτυχίας κάτω από έναν μουντό ουρανό.
Ευτυχισμένοι στην απλουστευμένη τους ζωή.
Εδώ σε μια λιακάδα, άνθρωπος δε μένει σπίτι του. Ο
ήλιος λατρεύεται σα θεότητα. Υπάρχουν φωτοβολταϊκά στα πιο απομακρυσμένα
χωριά της βρετανικής υπαίθρου. Εμείς πληρώνουμε ακόμα ΔΕΗ.
Και αραδιάζουν και κουτσούβελα. Παιδιά παντού. Γιατί
το κράτος τους επιδοτεί, δεν τους τα φορολογεί. Γιατί για μένα αυτή
είναι η ήττα της γενιάς μου. Να φοβόμαστε να κάνουμε παιδιά. Να
πηγαίνουμε κόντρα στη φύση μας εξαιτίας ενός αβέβαιου μέλλοντος.
Εδώ η ιστορία τους είναι οι πόλεμοι. Ήρωες πολέμου,
στολές, κάστρα, κανόνια, ιαχές. Καμαρώνουν για έναν μόνο ποιητή. Ένα
συγγραφέα. Κι εμείς που απλόχερα η Ιστορία μας χάρισε τόσα πρότυπα,
τόσους ποιητές και τόσους φιλόσοφους, τους κάνουμε δρόμους και πλατείες,
λες κι αυτό είναι η ύψιστη τιμή. Αλλά κλείνουμε τις δανειστικές
βιβλιοθήκες στα χωριά και συνεχίζουμε να χτίζουμε τσιμέντο.
Γι αυτό σας λέω, πριν φουσκώσετε με περηφάνια για τη
φυλή μας, να το ξανασκεφτείτε. Γιατί αν υπήρξε τόση ευφυΐα για να
χτιστεί ένας τέτοιος πολιτισμός και να γεννηθούν τόσες σπουδαίες γενιές,
σκεφτείτε πόση χαζομάρα και μιζέρια χρειάστηκε για να κινδυνεύει να
διαλυθεί και να σκορπίσει.
Ειλικρινά αυτό το κείμενο το ξεκίνησα θέλοντας να πω πόσο σπουδαίοι είμαστε εμείς οι Έλληνες. Προσπάθησα.