Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Μια ιστορία από το 2033



Του Γκαζμέντ Καπλάνι

Τίρανα 2033. Η Αλβανία έχει μετατραπεί σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Ποιος θα φανταζόταν είκοσι χρόνια πριν, ένα Κινεζόπουλο - όπως αυτό της φωτογραφίας, που πάει σε αλβανικό δημόσιο σχολείο- να διαβάζει στα αλβανικά το βιβλίο Ιστορίας της Α΄ Λυκείου;
Βρέχει στα Τίρανα. Μικροί λέγαμε ότι στην Αλβανία ακόμα και η βροχή είναι θυμωμένη. Στο αεροπλάνο που με έφερε, ιδιοκτησία μιας ελληνοαλβανικής εταιρίας, οι δυο τύποι που κάθονταν πίσω μου δεν με άφησαν να κλείσω μάτι... Μιλούσαν ακατάπαυστα για κάποια σχέδια για ένα χιονοδρομικό κέντρο στη Βόρεια Αλβανία. Μιλούσαν ελληνικά και κάθε τόσο πέταγαν φράσεις στα αλβανικά. Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε, ένιωσα ανακούφιση. Στον έλεγχο διαβατηρίων, ο ηλεκτρονικός ελεγκτής περιεργάστηκε εξονυχιστικά την κόρη του νυσταγμένου ματιού μου... Έξω από το αεροδρόμιο περιμένουν τα ταξί.... Κίτρινα σαν εκείνα της Αθήνας. Μπαίνω στο πρώτο. Λέω τη διεύθυνση του ξενοδοχείου όπου θα μείνω, στον ταξιτζή.
Ο οδηγός είναι ένας νεαρός Κινέζος που μιλά αλβανικά στη διάλεκτο των Τιράνων. Κάποια στιγμή, μου λέει ότι η βροχή τού προκαλεί θλίψη. Καθώς τον ακούω, παθαίνω ένα μικρό πολιτισμικό σοκ. Τα αλβανικά του μού φαίνονται πιο πλούσια από τα δικά μου. Μου έρχεται να του πω πως ζηλεύω τα αλβανικά του. Δεν του το λέω. Θυμάμαι πόσο μ΄ ενοχλεί κάθε φορά που μου λένε πως τα ελληνικά μου είναι εξαιρετικά. Σαράντα χρόνια η ίδια ιστορία. Αν και τώρα συμβαίνει πολύ σπάνια. Ίσως γιατί στους ηλικιωμένους δεν κάνουν συχνά κομπλιμέντα.
«Είστε από την Κίνα;», τον ρωτάω. «Ο πατέρας μου είναι από την Κίνα, κύριε», μου απαντά. «Εγώ είμαι από εδώ». Το βουλώνω. Θέλω να του πω συγγνώμη, αλλά δεν μου βγαίνει. Τον ρωτάω, με ένοχο ύφος σχεδόν, πώς τον λένε. Τσου Ντριτάν Λάι, απαντά. Από τα τρία ονόματα, το Ντριτάν είναι αλβανικό. Σημαίνει «ολόφωτος». Ο Τσου Ντριτάν ανήκει στη δεύτερη γενιά των μεταναστών στην Αλβανία. Και εκεί που θέλω να τον ρωτήσω εάν έχει πάρει την αλβανική ιθαγένεια, μία Ferrari κάποιου Αλβανού νεόπλουτου κόντεψε να πέσει απάνω μας. «Κοίταξε ο βλάχος», σχολιάζει ο Τσου Ντριτάν. Αυτός έχει γίνει εντελώς Αλβανός, λέω μέσα μου.



Βγάζω το e-book που έχω μαζί μου. Αρχίζω και διαβάζω. «Πέσαμε σε μποτιλιάρισμα κύριε. Υπομονή», μου κάνει. Τα Τίρανα ενώθηκαν με το Δυρράχιο και έχουν φτάσει τα τρία εκατομμύρια. Είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της Ευρώπης. Γυμνή σχεδόν από πράσινο. Τα οικολογικά αυτοκίνητα είναι λίγα, παρά τις οδηγίες που ισχύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, μέλος της οποίας έγινε πριν από 15 χρόνια η Αλβανία. Βλέπω από το παράθυρο του ταξί το βουνό Ντάιτι. Βλέπω τα αυθαίρετα που προσπαθούν να το «καταλάβουν». Πληρώνω και κατεβαίνω.
ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ του ξενοδοχείου ένας μελαψός άντρας, ντυμένος με μια κοκκινόμαυρη φόρμα, με καλωσορίζει με μια βαθιά υπόκλιση. Ξεμπερδεύω γρήγορα στη ρεσεψιόν και κατευθύνομαι προς το δωμάτιο. Στον διάδρομο ακούω δυο μαύρες καθαρίστριες να μιλάνε σε ξένη γλώσσα. Γιορουμπά ίσως. Μόλις με βλέπουν σιωπούν, σαν να νιώθουν ένοχες για τη γλώσσα που μιλούσαν. Ποιος θα το πίστευε; Μια χώρα που πριν από είκοσι χρόνια «έβρεχε μετανάστες», καθώς έλεγαν οι Αλβανοί, τώρα έγινε κάτι σαν την Ελλάδα και τη Γερμανία. Οι συμπατριώτες εκείνων που καθάριζαν κάποτε τα σπίτια των Ελλήνων και των Ιταλών, δεν προτιμούν πια να καθαρίζουν τα δικά τους σπίτια και ξενοδοχεία. Γι΄ αυτές τις δουλειές υπάρχουν τώρα οι Κινέζοι, οι Αφρικανοί, οι Βόσνιοι, οι Μπαγκλαντεσιανοί. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου είναι μικρό, αλλά συμπαθητικό. Βλέπω το αμπαζούρ. Έχει μορφή μανιταριού. Προσέχοντάς το λίγο περισσότερο βλέπω ότι είναι ένα ολόφωτο μπούνκερ. Σίγουρα αυτός που συνέλαβε την ιδέα μόνο σε φωτογραφίες θα έχει δει τα μπούνκερ. Εμένα ακόμα μου προκαλούν ταραχή. Ακόμα και ως μοντέρνα αμπαζούρ να τα βλέπω...
ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ στα γενέθλια ενός ξαδέλφου, που έχω είκοσι χρόνια να τον δω. Ήμασταν μαζί μετανάστες στην Ελλάδα. Εκείνος γύρισε, εγώ έμεινα. Έχει βραδιάσει και στη «Rruga e Κavajes» βλέπω παράξενες σιλουέτες. Προσέχοντας λίγο καλύτερα, καταλαβαίνω ότι διασχίζω την πιάτσα των τραβεστί. Είναι από την Ταϊλάνδη κυρίως. Κάποτε στη «Rruga e Κavajes» ήταν η πιάτσα των ζητιάνων. Πελάτες με μεγάλα τζιπ και φουσκωμένες κοιλιές περνάνε και παζαρεύουν τιμές με τους τραβεστί. Λίγο πιο πέρα, σε ένα τείχος, διαβάζω δυο συνθήματα, δίπλα δίπλα: «Έξω οι ξένοι» και «μετανάστες μη μας αφήσετε μόνους με τους Αλβαναράδες»...
ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ήταν εξαίσιο. Κάποια στιγμή μένω μόνος με τον ξάδελφό μου και τη γυναίκα του, και τα λέμε. Μιλάνε για τη μοναχοκόρη τους που συνεχίζει τις σπουδές στη Θεατρολογία. Είναι υιοθετημένη, επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Γι΄ αυτό το σόι τούς βλέπει κάπως στραβά ή με οίκτο. «Αλβανικά πράγματα», λέει η γυναίκα του γελώντας πικρά.
Επειδή τους βλέπω αμήχανους, αλλάζω κουβέντα. Του λέω πόσο εντυπωσιάστηκα από τον Αλβανοκινέζο ταξιτζή που συνάντησα το μεσημέρι. Ο ξάδελφός μου συνοφρυώνεται. «Δεν αντέχω τους Κινέζους», μου λέει. «Η κυβέρνηση τώρα θέλει να τους δώσει δικαίωμα ψήφου και να τους κάνει Αλβανούς. Εκείνοι είναι δυο δισεκατομμύρια και θα έρθουν όλοι εδώ τώρα. Με τέτοιο χάλια κράτος που έχουμε θα μας σβήσουν από προσώπου Γης. Πάει η καθαρότητα της φυλής μας!». Ποια καθαρότητα της φυλής, μου ήρθε να του πω, που αυτός είναι πιο μελαχρινός από τον Αραφάτ. Δεν του λέω τίποτα. Έχει γενέθλια. Του λέω απλά να μην ξεχάσει πως και ο ίδιος ήταν μετανάστης και πως δυο αδέλφια του δεν επέστρεψαν ποτέ στην Αλβανία. Ο ένας έμεινε στην Ελλάδα, ο άλλος στην Αυστραλία. Τα παιδιά τους πήραν την ιθαγένεια της νέας τους πατρίδας και έχουν τα ίδια δικαιώματα. «Άλλο πράγμα εμείς», μου λέει οργισμένα. «Εμείς ήμασταν μικρός λαός. Μια γειτονιά του Λονδίνου να πούμε. Είμαστε λευκοί και Ευρωπαίοι. Αυτοί εδώ είναι κίτρινοι φονιάδες. Εμείς γίναμε καλλιτέχνες, συγγραφείς, ολυμπιονίκες. Προσφέραμε και κερδίσαμε τον σεβασμό των άλλων. Αυτοί έρχονται να γεννούν εδώ επειδή δεν τους αφήνουν να κάνουν παιδιά στην Κίνα, ενώ εμείς οι Αλβανοί δεν γεννάμε πια. Μας την έχουν στημένη οι μεγάλοι ξάδελφε!». Του λέω πως τα ίδια έλεγαν πάνω- κάτω και για μας και χειρότερα πριν από είκοσι χρόνια. Του λέω επίσης ότι ο ταξιτζής που με έφερε από το αεροδρόμιο μου φάνηκε πιο Αλβανός από μένα. «Σε χάλασαν τα ξένα», μου απαντά. «Δεν την πονάς πια την Αλβανία. Δεν έχουμε βολέψει ακόμα τα δικά μας παιδιά, θα βολέψουμε εκείνα των ξένων...».
Κάνω μια τελευταία προσπάθεια. Του λέω ότι, σύμφωνα με τη γνώμη μου, η μετανάστευση κάνει κύκλους. Κάποτε έφευγαν Αλβανοί, Πολωνοί, Τσέχοι, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι για άλλες χώρες. Τους θεωρούσαν και αυτούς, όπου και αν πήγαν, μη εντάξιμους, κάποτε, κάποιοι. Τώρα έρχονται άλλοι φτωχοί προς τις χώρες τους, γιατί ξέφυγαν από τη φτώχεια. Δεν έχω οριστικές απαντήσεις, ούτε εύκολες, για τη μετακίνηση των πληθυσμών. Προσπαθώ να σκεφτώ λύσεις που συνάδουν με το σύστημα των αξιών μου. Δεν είμαι τυφλός να κλείσω τα μάτια. Αλλά δεν μου είναι και τόσο εύκολο να βάλω ολόκληρες ομάδες ανθρώπων σε κουτάκια. Η συζήτηση αυτή σε τελευταία ανάλυση δεν είναι καινούργια. Αν ανατρέξεις στη νεώτερη Ιστορία, διεξάγεται με αμείωτη ένταση τους τρεις τελευταίους αιώνες. Απλά τώρα έφτασε στις ακτές της Αλβανίας. Γιατί οι Αλβανοί πλούτισαν, με δανεικά ή όχι. Ευτυχώς λέω εγώ. Και τα παιδιά των σημερινών μεταναστών θα γίνουν και αυτά καλλιτέχνες, επιστήμονες, θα προκόψουν για τον εαυτό τους και για την πατρίδα που επέλεξαν οι γονείς τους, την Αλβανία. Το χειρότερο σενάριο είναι τα γκέτο και το μίσος που γεννά μίσος. Ο ξάδελφός μου γελά κυνικά. Με λέει ρομαντικό και αφελή.
Του υπενθυμίζω την περίπτωση της Ελλάδας, που μόνο ζημιωμένη δεν βγήκε εντάσσοντας τους μετανάστες. Σήμερα είναι μια από τις πιο ζωντανές και αναπτυγμένες χώρες του Νότου. «Εμείς είμαστε ούνα φάτσα ούνα ράτσα με τους Έλληνες, ενώ αυτοί εδώ είναι ανένταχτοι», απαντάει... «Άσε που εσύ δεν ζεις πια εδώ και λες εύκολες κουβέντες», καταλήγει. Σηκώνομαι και εκείνος προθυμοποιείται να με πάει στο ξενοδοχείο με το αυτοκίνητό του. «Θα βρω ταξί», του λέω. «Προτιμώ την παρέα ενός Αλβανού κινεζικής καταγωγής. Νιώθω πιο κοντά με αυτόν». Δεν βγάζει τσιμουδιά. Βγαίνω έξω. Ρίχνω μια ματιά σε αυτή τη χαοτική πόλη που αλλάζει μέσα στον θόρυβο, το μποτιλιάρισμα, την ελπίδα και τον φόβο... Εκείνη τη στιγμή χτυπά το ξυπνητήρι μου. Σηκώνομαι απότομα. Πάντα όταν βλέπω στο όνειρο τα Τίρανα ξυπνάω απότομα. Χτυπά η υπενθύμιση στο κινητό. Ιανουάριος 2010, πρωί, εννιά και μισή έχω ραντεβού στην Πλατεία Κοραή...

Πηγή: http://gazikapllani.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Bookmark and Share