ν
. Τον τελευταίο καιρό με αφορμή την ταινία "Το Νησί", η Σπιναλόγκα ξεθάφτηκε στις μνήμες ενός ολόκληρου λαού. Σκέφτομαι μετά από ψάξιμο ημερών πόσο κρίμα είναι που οι Έλληνες μάθαμε το νησί Σπιναλόγκα και την ιστορία του από το βιβλίο της Victoria Hislop, και δεν γνωρίζαμε τίποτα για το βιβλίο "Σπιναλόγκα" που είχε γραφτεί δεκαετίες πριν από τον Θέμο Κορνάρο και είναι απείρως ανώτερο και συγκινητικό. Πραγματικό διαμαντι!
Για μισό περίπου αιώνα στον υποβλητικό βράχο της Σπιναλόγκας περπάτησαν, ερωτεύτηκαν, μαρτύρησαν αλλά και επιβίωσαν άνθρωποι που προέρχονταν από την "απέναντι όχθη", θύματα μιας ολόκληρης εποχής. Στο καστρόχτιστο νησί του Μεραμπέλλου, σ' ένα χώρο ταυτισμένο με την προκατάληψη, έχτιζαν τη ζωή τους από την αρχή οι εκτοπισμένοι, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις κοινωνικές αντιξοότητες, ώστε να προετοιμάσουν μια αξιοπρεπή αποχώρηση από τον "επίγειο παράδεισο". Ο αποκλεισμός αυτών των ανθρώπων και η καθημερινότητά τους υπήρξαν για πολλά χρόνια ζητήματα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και την πεζογραφία της. Δύο όμως Έλληνες συγγραφείς τόλμησαν να τα θίξουν, γράφοντας εν θερμώ δύο συγκλονιστικά κείμενα που έμειναν στην Ιστορία: η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που δημοσίευσε το 1914 την "Άρρωστη πολιτεία της" αφηγούμενη μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο νησί, και ο Θέμος Κορνάρος, που το 1933 έδωσε στον έξω κόσμο τη δική του καταγγελτική μαρτυρία με τον τίτλο "Σπιναλόγκα". Με τον τόμο αυτό τα δύο κείμενα, της Καζαντζάκη και του Κορνάρου, δημοσιεύονται πρώτη φορά μαζί, ώστε να δημιουργήσει ο αναγνώστης μια ολοκληρωμένη, ρεαλιστική εικόνα για το νησί των σημαδεμένων, που συγκινεί ακόμα όποιον το επισκέπτεται από την ακτή απέναντι ή μέσα από τα βιβλία.
Οι τόποι εξορίας χρειάζονται για να εστιάζεται πάνω τους το Κακό. Η σκέψη αυτή σε συντροφεύει όσο διαβάζεις το συγκλονιστικά αυτά βιβλία των δικών μας συγγραφέων. Το άκουσμα και μόνο της λέξης γεννά ρίγος, φόβο, αποτροπιασμό. Αλλά και μια κρυφή έλξη. Η έλξη του αποτρόπαιου.
Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Όμως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Έτσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Όχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.
Σενάρια οδύνης και ηδονής εμπνέουν σήμερα μπεστ σέλερ (πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα πούλησε σε όλον τον κόσμο το βιβλίο της Χίσλοπ) και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Μια παράδοξη επικαιρότητα μεταμορφώνει το νησί των απόκληρων σε μια σημερινή επικράτεια σημείων μεστή σημασιών και μεταφορικών σχημάτων.
Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Γαλάτεια Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Θέμος Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ένα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.
Η Άρρωστη πολιτεία πρωτοδημοσιεύεται το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Και είναι η πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία που αναδεικνύεται το θέμα της λέπρας μέσα από μια ερωτική ιστορία. Ένα κείμενο ρεαλιστικό και συνάμα συμβολιστικό, με έντονη την επιρροή του Καζαντζάκη και τα στοιχεία της νιτσεϊκής γοητείας. Ένα «ρομάντζο», όπως η ίδια το αποκάλεσε, γραμμένο λίγο προτού χρονικά στραφεί ενεργά στη μαχόμενη αριστερή ιδεολογία.
Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ένα κείμενο-ουρλιαχτό. Ένα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Άγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Όταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.
Η διάθεση παραλυτικής εξίσωσης του άρρωστου παρόντος με το υγιές παρελθόν υπάρχει και στον Κορνάρο ή στην Καζαντζάκη, αλλά στο μυθιστόρημα του Αμποτ αποκτά ενδημικό χαρακτήρα. Μοναδική διέξοδος, το πάθος για των «ιδεών» την «πόλιν» (για τη δικαιοσύνη, την παιδεία και την έλλειψη ισότητας), που εξακολουθούν να συγκλονίζουν τους πρωταγωνιστές, δείχνοντας μία ακόμη φορά την άγρια προσκόλλησή τους στη ζωή.
Μιλώντας για τη Σπιναλόγκα, οι τρεις συγγραφείς δίνουν στην αφήγησή τους κι έναν συνολικότερο (σαφώς συμβολικό και αλληγορικό) τόνο, που ηχεί ιδιαιτέρως οικείος στα δικά μας αυτιά: ο κλειστοφοβικός χώρος του νησιού του ερέβους μπορεί να είναι ο χώρος του οιουδήποτε πολιτικού, κοινωνικού ή φυλετικού εγκλεισμού, ο περίγυρος και οι τοίχοι οιασδήποτε φυλακής για όσους αποκλίνουν και διαφέρουν από τη συμφωνημένη νόρμα και την κοινής αποδοχής αξία.
Αν και με πιο ήπιο τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα και στην Καζαντζάκη βάλλεται από τις πρώτες κιόλας γραμμές (βλέπε και το εμπεριστατωμένο κείμενο της Κέλυ Δασκαλά στην Αρρωστη πολιτεία των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα). Τονίζεται η υποκρισία, ο κοινωνικός έλεγχος, η βαρβαρότητα των υγιών. Η ευκολία με την οποία αδειάζει ο άνθρωπος από ό,τι το ανθρώπινο κατά λάθος τον κατοικεί.
Ο έρωτας αποτελεί το άλφα και το ωμέγα τόσο για το «Νησί» της Χίσλοπ όσο και για τα έργα των Κορνάρου, Καζαντζάκη και Αμποτ. Σε ό,τι αφορά τους Ελληνες συγγραφείς, δεν πρόκειται, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, για έναν λυρικοδραματικό και ρομαντικό έρωτα, που κινείται ανάμεσα σε παρούσες σκιές και μελλοντικούς τάφους, αλλά, αντίθετα, για μια συνεχή έκρηξη και περιπέτεια του σώματος.
Αντί να καμφθεί από την επέλαση της αρρώστιας και τον φόβο του αφανισμού, το σώμα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να ανεβάσει στο φουλ τις ερωτικές του επιδόσεις και να τρυγήσει μέχρι την τελευταία ρώγα τον καρπό της ηδονής. Φτασμένοι στα όρια του σύμπαντος, δύο βήματα από την Αχερουσία, υποψήφιοι νεκροί αλλά ακόμη ζωντανοί, οι άνθρωποι που αλωνίζουν πάνω-κάτω τη Σπιναλόγκα δεν εννοούν να παραιτηθούν από το υπέρτατο δικαίωμα στο σεξ, το οποίο και θα ασκήσουν ποικιλοτρόπως: σε μισογκρεμισμένα σπίτια και λερά κρεβάτια, σε θαλασσινές σπηλιές και σκιερές γωνίες, σε φανερές περιπτύξεις και σε κρυφές συναντήσεις.
Κάθε καινούργιο βήμα προς την άβυσσο είναι για τους εγκλείστους του νησιού κι ένα καινούργιο βήμα προς τον έρωτα: μια παθιασμένη αγκαλιά, ένας ένδοξος γύρος πριν από τον βέβαιο τερματισμό, μια γενναία ζαριά στο σκοτάδι που δεν έχει πάψει να καταυγάζεται από το φως. Η ηθική που χάνεται, όταν τα κοινωνικά ταμπού δεν έχουν πια κανένα νόημα; Οι απαγορεύσεις που καταρρέουν όταν η τάξη και η πειθαρχία δεν είναι πια σε θέση να προφυλάξουν κανέναν;
Κάτι περισσότερο: η θέληση για ακατάβλητη πάλη με τον θάνατο, η έξοδος του Διγενή από το μυθικό του τοπίο και η ακριτική του μάχη ενάντια στην καθημερινή σήψη και φθορά μέχρι τελικής πτώσεως.
Ο υγιής, πιο λεπρός από τον λεπρό. «Η σχέση του πολιτισμού με το μαδημένο πετσί τ΄ ανθρώπου». Ιδού η μεγάλη όσο και επίκαιρη ανατροπή που κομίζουν τα δύο κείμενα. Η υγεία τελικά αποβαίνει μια ύποπτη και για τους δύο συγγραφείς έννοια. Οι κάτοικοι στο νησί ζουν με έναν διπλό καταναγκασμό: από τη μια η φριχτή νόσος με το ροκάνισμα του σώματος, και από την άλλη ένα κοινωνικό σύστημα που απορρίπτει, αποβάλλει, ποινικοποιεί προκειμένου να κρατηθεί αμόλυντο, να διατηρήσει την ευταξία και τον ευπρεπισμό του. Η ασθένεια, το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, αποκτά εδώ μια ιδιότυπη σκληρότητα.
Ο λεπρός μπορεί να μην έχει το σαλεμένο μυαλό του τρελού, έχει όμως τη σαλεμένη όψη ενός αποκρουστικά δύσμορφου πλάσματος . «Πρόσωπο δεν ξεχώριζες απ΄ τα πρηξίματα και τις πράσινες κλιτσανισμένες πληγές», «σάπιο στόμα που βρωμάει και με το λουβιασμένο λαρύγγι». Η εμβληματική φιγούρα της παραμόρφωσης εκτοπισμένης εκεί-έξω καθησυχάζει όλους εμάς ως προς την αρτιμέλεια και την ευμορφία μας.
Ο καθημερινός αγώνας που δίνουν οι λεπροί, οι αμυντικοί μηχανισμοί επιβίωσης, η στενή διαπλοκή του έρωτα με τον θάνατο, του λογικού με το παράλογο, του εφησυχαστικού με το τρομαχτικό συνθέτουν ένα πολύτιμο υλικό «ανθρωπογνωσίας». Η ακραία συνθήκη αποτελεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό της ύπαρξης φακό. Η παρούσα έκδοση προσφέρει μια συγκλονιστική μαρτυρία ύπαρξης και αξίζει ειδικά σήμερα να διαβαστεί από όλους.
Η επικαιρότητα εν τέλει της Σπιναλόγκα έχει να κάνει με μια κοινωνία που εξακολουθεί να καλλιεργεί στο σύγχρονο άτομο το αίσθημα του εξόριστου από τον εαυτό του και την ιστορία του. Τα σημαίνοντα της εξορίας πολλαπλασιάζονται σήμερα στον αδειασμένο από νόημα και έμπλεο αγωνίας για το σήμερα και τρόμο για το αύριο ανελεύθερο κόσμο μας. Αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ταυτότητα και τους όρους λειτουργίας της, για την παθολογία και τη δυσμορφία της ευρύτερης ομάδας, για την ηθική της ζωής που κατακλύζει τα παραμορφωμένα μελλοθάνατα πλάσματα του καταραμένου νησιού που και στα δύο κείμενα ερωτεύονται, ζουν, υπάρχουν, στήνουν έναν ανέλπιδο αλλά ταυτόχρονα γενναίο και θαρρετό αγώνα ζωής.
Στον νου μου έρχεται ο Παβέζε «Μία μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τα άλλα είναι αθλιότητες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου