Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

κερκυραϊκή διάλεκτος ..ΜΑΘΕΤΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ:

 

H κερκυραϊκή διάλεκτος είναι χαρακτηριστική. Συνήθως έχει τό χαρακτηριστικό ότι η τελευταία λέξη είναι συρτή εις τήν κουβέντα. Χαρακτηριστικό από τήν αρχαία προσωδιακή ομηλία. H γλώσσα περιέχει στοιχεία όλων των πολιτισμών που ήρθαν σε επαφή με το νησί - και δεν είναι λίγοι, με κυρίαρχο το ιταλικό στοιχείο. Υπάρχουν ακόμη λέξεις Ομηρικές, οι οποίες εξακολουθούν νά υπάρχουν ακόμη καί σήμερα από τήν εποχή τού Ομήρου. Θα αρκεστούμε στην αναφορά τών κυριοτέρων λέξεων,  μόνο ότι τό παρόν Κερκυραϊκό γλωσσάρι είναι σχεδόν άν όχι εντελώς πλήρες μέ σχεδόν όλες τίς λέξεις πού χρησιμοπιούν ακόμη καί σήμερα οι Κερκυραίοι. Είναι πλήρως κατατοπιστικό.
αβερτούρα,η = τό άνοιγμα τού στήθους
αβανταδόρος,ο = ο υποστηρηκτής,ο συνεργάτης
αβοκάντος,ο = ο δικηγόρος
 ...........................................................



αλιφασκιά,η = τό φασκόμηλο
αγκουστέρα,η = η σαύρα (απαντάται κυρίως σέ χωριά τού βορείου συγκροτήματος)
αναράϊδα ,η = τό εξωτικό
αποίκουπα = ανάποδα (μέ τό καπάκι κάτω),επίρρημα 
αστάκι,τό  = τό στάχυ (ο ολόκληρος καρπός ) τού καλαμποκιού
αλησμονάω = ξεχνώ
απελώ = πετώ (συναντάται στά χωριά τού Βορείου συγκροτήματος)
απεκιαρίζομαι = κοιτάζομαι στόν καθρέφτη
απούφου = τελειώνω, φεύγω
αποταχιά,τά = τό πρωϊνό
αρασκιά,η = ο κατάλογος τής προίκας
αρμάρι,τό = τό ντουλάπι
αδούλης,ο: τεμπέλης
αλιμάνγκου = βοήθεια, στήν καθομηλουμένη κοινή Κερκυραϊκή γλώσσα  είναι = επί τέλους , τέλος πάντων.
Αλτζερες,τό = τό Αλγέρι
αμιά: λοιπόν, πάντως
αναριτσιαίνω: ανατριχιάζω
ανταριάζω = θυμώνω πολύ
αντάρα,η = ο μεγάλος θυμός
αφέντης ,ο = ο πατέρας
αψήλου: ψηλά- εδώ παίζουν πολύ τ' αψήλου, δηλαδή στρίβουν ένα νόμισμα με στοίχημα. Oλόκληρες περιουσίες παίζονται έτσι την Πρωτοχρονιά στη μέση του δρόμου
άς = πήγαινε
αγιούτο = βοήθεια
αγρίλι,τό = η άγρια ελιά
αγγειό,το = τό δοχείο
αγγελοκρουσμένος ,ο = ο ιδιότροπος , ο παράξενος
αγκούσα,η = η φουσκωμάρα τού στομαχιού από τό πολύ φαγητό
αγκωνιά,η = η γωνία
αδειά,η = ο ελεύθερος χώρος
αλιμάγκου = τέλος πάντων (επίρρημα).
άμε = πήγαινε
αμάχη,η = η διαμάχη, η έχθρα
αμπονόρα = ενωρίς
ανάνταφλος,ο = ο άξεστος, ανοικοκύρευτος
απέρτο = ανοικτό, ανοικτός χώρος
απέκεια = από εκεί, πιό πέρα
αποστιάρικα = επίτηδες (επίρρημα)
απούφου = φεύγω,τελειώνω
άτσαλος,ο = ο ακατάστατος, ο άσωτος
ατσαλιά,η = η ακαταστασία
άχαρος,ο = ο κακομοίρης
βατσίνα,η = τό εμβόλιο
βάσκα,η = η δεξαμενή
βελέσι,τό = τό εξωτερικό φόρεμα τής γυναικείας Κερκυραϊκής ενδυμασίας( συναντάται κυρίως εις τό Βόρειο Συγκρότημα τού νησιού, τό ροκέτο αλειώς)
βίτσιο,το = τό καπρίτσιο
βίτσα,η = η βέργα
βάφω: τό βαψα, θύμωσα και το κράτησα μέσα μου
βεργέτα,η = τό σκουλαρίκι
βέστα,η = τό γυναικείο φόρεμα, η ρόμπα,τό φουστάνι
βιλάρι,το = άκοπο δέμα υφάσματος
βολά,η = η φορά
βόρδονας,ο = τό τσίμπιμα τού εντόμου,ο ερεθισμός ο οποίος προέρχεται από τό τσίμπιμα τού κουνουπιού
βουλωτά,τα = πικέ
βούλα,η = η σφραγίδα
βουρδούλιο,το = ο διατυμπανισμός , η δημοσίευση
βούρδουλας,ο = τό μαστίγιο
βουρλίζομαι: θυμώνω πολύ, διαολίζομαι
βουρλισμένος,ο = ο τρελός
βούρλα,η = η τρέλα
βρακί,τό = τό πανταλόνι
βροχάμενη ,η = μέρα βροχερή
βρύση,η = η πηγή ,εκτός από τήν βρύση τής  υδρεύσεως οικίας
γαρδέλι,το = η καρδερίνα
γάρμπο,το = ο έρωτας
γένημα,τό = ο σπόρος ο κατάλληλος γιά σπορά
γιακέτα,η = τό σακκάκι
γκιουρνάδα, η = τό μεροκάματο ,ημερομοίσθιο
γκινιάζω = εγκαινιάζω,δοκιμάζω
γκίζω = αγγίζω
γκόνω = χορταίνω απότομα
γκρίντα ,η = η γκρίνια
γλέπω = βλέπω
γράβαλος,ο = η τσουγκράνα
γρέτζος,ο = ο σκληρός, σκληροτράχηλος
διάσονας,ο = μεγάλο σπυρί,συνοδευόμενο συχνά μέ περιεχόμενο μεγάλης ποσότητας πύου
δεντεμέλα,η = η μαξιλαροθήκη
ντελέγκου: αμέσως
ερμοκαδίνα,η = τό κεντρικό ξύλινο κατασκεύασμα στηρίξεως σπιτιού
ζαλόνομαι = φορτόνομαι
ζαλώνω = φορτώνω
ζάλομα ,το = τό φόρτομα (δεμάτι)
ζιπούνι,το = τό χρυσοκέντητο η κεντημένο εξωτερικό άνω μέρος τής κερκυραϊκής ενδυμασίας
ζωντόβολο, τό = ο ανόητος, αυτός πού δέν ξέρει τι τού γίνεται
ίλι,τό = τό πύον
ισόμα = τέλος πάντων
κάζο,τό = η λαχτάρα,έπαθε κάζο=λαχτάρισε
κάης,ο = ο σπαγγοραμμένος
κάλφας,ο = ο μαθητευόμενος τεχνίτης
κανάτι,το = τό δοχείο πού συλλέγονται ούρα
καναλέτο ,τό = ο υπόνομος , τό κλειστό χαντάκι
καντούνι,τό = τό σοκάκι
κάνιστρα,η = καλαμένιο καλάθι μέσα στό οποίο οι νοικοκυρές έβαζαν τά άπλυτα ρούχα, έχει ύψος περίπου 40 εκατοστά καί είναι ολοστρόγγυλο,κάνιστρο= μονάδα μετρήσεως καλαμποκιού ή σειτηρών, καλαμένιο καλάθι τό οποίο εχωρούσε 20 Ενετικές λίτρες βάρος.
καγκαλούσα,η = μικρό καλαμένιο καλάθι μέ ένα μανίκι τό οποίο περνάνε μέσα από τό χέρι( ένα είδος σάκκας τό οποίο έφερναν οι γεροντότεροι παραμάσχαλα).
καβαλλάρι,τό = τό κεντρικό ξύλο στηρίξεως τής στέγης σπιτιού
καδινάτσος,ο: σύρτης της πόρτας
καπάσα,η = μεγάλο πήλινο δοχείο πού φυλάσσεται λάδι η κρασί
καπουράλος,ο = ο διευθυντής, ο επιστάτης.
καρατέλλο,το = τό βαρέλι
καρτεζί,τό = μέτρο μετρήσεως κρασιού ή λαδιού, 1 καρτεζί=110 γραμμάρια
καρτούτσο,τό = μέτρο μετρήσεως υγρών, 1 καρτούτσο=560 γραμμάρια
καρτέλλα,η = ξύλινο στρογγυλό δοχείο μέσα στό οποίο ακόμη καί σήμερα φυλάνε οι χωρικοί τό κρασί, χρησιμεύει καί σάν μονάδα μετρήσεως όταν πουλάνε τό κρασί, μέ τήν καρτέλλα υπολογίζουν ακόμη καί σήμερα τήν τιμή τού κρασιού.
κατοικιά,η: καλύβα στα μακρινά χτήματα
κατσούλα,η = η σκούφια
κασετί,τό = τό συρτάρι
καμουλίκα,η = η κατσούλα,η σκούφια
κάντ' αλιμάνγκου = κάνετο επιτέλους
καμπούλα η = ο πυκνός καπνός
κάψα,η = η ζέστη
καψιώνω = ζεσταίνομαι
κλανιόλα,η = μεγάλο πήλινο δοχείο στό οποίο παλαιότερα έβαζαν τά απόβλητα καί εν ελείψει αποχωρητηρίων έκαναν τήν ανάγκη τους
κεντρωμάδα,η = η κεντρωμένη ελιά
κίκαρα,η = τό φλυτζάνι
κολοπίμπιρι = μέ τό πιπέρι (επίρρημα), ιταλικά=con le peperi ,μανέστρα κολοπίμπιρι = μακαρόνια μέ τό πιπέρι
κουρτεζίνι,το = τό ρακοπότηρο
κογιονάρω = φιλοφρονώ,γλυκομιλώ σέ γυναίκα επαινετικά
κονσενιάρω = χορηγώ
κοκκινογούλια,τά = λαχανικά μέ κοκκινα ριζώματα ΟΧΙ ΠΑΤΖΑΡΙΑ,παρόμοια μέ τά πατζάρια, αλλά πιό μικρά ριζώματα
κούρτη,η: αυλή
κουτσούλοι πιπεράτοι = πιπεράτο γλύκισμα κατασκευασμένο από αλεύρι
  καλαμποκιού,η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως cucelli,κουτσέλι= μακρόστενα κομμάτια ξύλου,ραβδάκια,παραφθορά κουτσούλι καί δέν έχει καμμιά σημασία μέ τήν κακόηχη λέξη η οποία σημαίνει ακαθαρσίες.Επειδή τό γλύκισμα είναι σάν μακρόστενα ραβδάκια ονομάζεται μέ τήν ονομασία αυτήν.
κουτσούνα η = η κούκλα
κότολο,το = τό κατωφόρι τήε κερκυραϊκής ενδυμασίας
κόρσα ,η = τό τρέξιμο
κρένω = απαντώ
λαβαμάς,ο = ο νηπτήρας
λάχανα,τα: ό,τι χορταρικό τρώγεται
λάου-λάου = σιγά-σιγά
λάριζο,τό = τό ξύλο τού πεύκου καί τού κυπαρισσιού
λαουρέντης ο = ο βοηθός τού τεχνίτη, ο παραγυός
λάτα,η = ο τενεκές
λάπης,η = τό μολύβι ( η γραφίδα )
λατονιέρης ,ο = ο φανοποιός
Λαμπριά ,η = τό Πάσχα
λεκάνη,η = στρογγυλό ρηχό δοχείο νερού νηψήματος προσώπου
λεφτή,η = τό καρβέλι ψωμί
λιγαδούρα,η = τό μαλακό μεσαίου χονδρόματος σχοινί απλώματος
λιμπρέτο,τό = τό μισάνοιχτο παράθυρο
λίτρα,η = μονάδα βάρους Βενετσιάνικη, 1 λίτρα= 16 ογκιές=456 γραμμάρια
λίτσινο,τό = τό ξύλο τής ελιάς
λιμοκοντόρος,ο = ο πεινασμένος πού περνιέται γιά ότι είναι σπουδαίος,ο άφραγκος
λιγούρης,ο = ο πεινασμένος
λισα ,η = μακρύ ανοιxτό φορτηγό κάρο
λουμίνι,το = τό λιχνάρι
μαντολάτο,το = καραμελωμένο τραγανό γλύκισμα τεμαχισμένο στενόμακρα
μάντολες,οι = καραμελωμένα αμύγδαλα( καθαρό Κερκυραϊκό προϊόν)
μαρέντα,η = τό κολατσιό, έφαγα μαρέντα= εκολάτσισα
μαστέλο,το = η  κυλινδρική σκάφη πλυσίματος
μεσάλι,το = τό τραπεζομάντηλο
μέρλο,το = η δαντέλα
μιτζιβίρης,ο = ο τσιγκούνης
μιτσά , τα = τά μικρά παιδιά
μολογάω = μαρτυρώ
μολογούρης ,ο = ο μαρτυριάρης , αυτός πού τά λέει όλα σέ κάποιον
μούλος, ο = ο αδέσποτος, αυτός πού γυρίζει όλη μέρα στίς γειτωνιές( κακή ονομασία γιά παιδιά πού ενοχλούν τούς άλλους)
μουλοχτός,ο = ο ύπουλος , ο αθόρυβος , αυτός ο οποίος ενεργεί πονηρά αθόρυβα σέ βάρος άλλου.
μουτζούρι,τό = μονάδα μετρήσεως τού λαδιού (συναντάται κυρίως στό Βόρειο Συγκρότημα τού νησιού) 1 μουτζούρι = 1 ξέστα = 16 κιλά.
μορόζος,ο: αγαπημένος
μοστερίτσα,η = η σαύρα
μοσκέρα,η = ξύλινο η τενεκεδένιο μικρό ντουλάπι, τό οποίο ήταν ολόγυρα κλεισμένο αντί μέ ξύλινα τοιχώματα, μέ μεταλικό πλέγμα από ψιλότρυπο μεταλικό δίκτυ, ώστε νά αερίζονται τα ευρισκόμενα μέσα σέ αυτό τρόφημα καί νά μήν χαλάνε,(εχρησιμοποιείτο σάν ψηγείο όταν δέν υπήρχαν τά ψυγεία).
μόστρα,η = η πρόσοψη, η βιτρίνα
μαζενί,το = ο χειρόμυλος αλέσεως τού καφέ η άλλων μπαχαρικών
μανέστρα η = τά ζυμαρικά, τά μακαρόνια
μάστορας,ο = ο τεχνίτης
μαρτίνα,η = τό νέο θυλικό πρόβατο
μόμολος,ο = ο πήθηκος,μόμολα η= η τσίτα
μορμπή,η = η αυθάδεια
μούτρο τό = ο καρτεγάρης, ο ύπουλος
μούτσουνο,τό = η προβοσκίδα,κατέβασε μούτσουνο=κατέβασε μούτρα,κακοφανισμένος
μπαγκούλι,το = μικρό ξύλινο κάθησμα
μπάρπουλες,οι = τά γένεια
μπαρμπαράλευρο,τό = τό αλεύρι καλαμποκιού
Μπαρμπαριά,η = η Αφρική
μπίβητα,η = τό ποτό
μπατούδα,η = χέρι βοηθείας, η σπρωξιά
μπαούλο,το = τό σεντούκι
μπόλια,η = τό προσόψιο, η πετσέτα  πού σκουπίζουν τό πρόσωπο, εις τά χωριά η μπόλια είναι κάλυμα κεφαλής απαραίτητο συμπλήρωμα τής γυναικείας κερκυραϊκής ενδυμασίας.
μπότα,η = η ώρα  11 μπότα= 11 η ώρα
μποναγράτσια,η = τό κουρτινόξυλο
μπούρδινο,τό = ύφασμα από αλατζά
μπούρδα,η = η ανοησία, μπούρδες= λόγια τού αέρα δίχως σημασία
μπότζος,ο = τό κεφαλόσκαλο σκάλας εισόδου
μπαλαούστρο,το: κουπαστή της σκάλας
μπακατέλα,η = η επιδιόρθωση (σέ κτίσιμο)
μπαρμπαρόσταρο,τό = τό καλαμπόκι
μπαρμπαρέλα,η = τό ψωμί τό οποίο ζυμώνεται μέ αλεύρι καλαμποκιού
μπαρόντσολος,ο = ο νεοκόρος πού βοηθά τόν ιερέα νά ιερουργεί, ο εκκλησιαστικός υπηρέτης
μπαρούφα,η = ο τσακωμός,η φασαρία,τό μάλωμα
μπάρμας,ο = ο θείος (κοινή ονομασία κυριολεκτικά)
μπαουλίνα,η = τό μπαστούνι
μπερτουέλες,οι: μεντεσέδες-μα τσι μπερτουέλες του Eυαγγελίου.
μπερτόδουλος,ο = ο χαζός , ο ηλίθιος.
μποκολέτες,οι: σκουλαρίκια
μπρουστουλί,τό = παλιό περασμένης εποχής κυλινδρικό δοχείο μέσα στό οποίο έψεναν τόν καφέ,είναι περιστρεφόμενο σέ σιδερένιο άξονα
μπόλια,η: το πάντα λευκό κάλυμα του κεφαλιού των γυναικών,έχει καί τήν ένοια τού προσόψιου,γιά τούς κατοίκους τής πόλεως.
μπότης,ο: σταμνί που βάζουν το νερό ή το κρασί, έχει στενό άνοιγμα
μπουκαλέτο,το: η κανάτα
μπούκα,η = η τρύπα , τό στόμα
μούτσουνο ,τό = τό στόμα , κατεπέκταση τό πρόσωπο
μούτρο , τό = τό πρόσωπο
μπουκαλίνα,η = η γυάλινη καράφα νερού ή κρασιού
μπούμπουλας,ο = ο βομβυλιός,τό έντομο τό οποίο γονιμοποιεί τά κουκιά,γενικά τό μεγάλο έντομο
μποτίγια = τό μπουκάλι
Μπόρας,ο = ο παγωμένος αέρας ο οποίος φυσά από τήν Δαλματία,ο Βορράς
μουζέτο,το = η μάσκα
μπουκάρω = μπαίνω
μπούσι,το = η ομίχλη
μπουστίνα,η = στηθόδεσμος
μπουγαρίνι,το = είδος γιασεμιού πού δέν ευωδιάζει
μπούρσα,η: τσέπη
μπουγέλο = ο κουβάς
μπουτσούνι,το = τό κομάτι
μπουτσούνι = καθόλου (επίρρημα),μπουτσούνι μυαλό=καθόλου μυαλό
νιοράντες, ο: ψωροπερήφανος
νέσπολα,η = τό μούσμουλο
νεράντζι,τό = τό πορτοκάλι
νεραντζάδα,η = η πορτοκαλάδα
νογάω: καταλαβαίνω
νοδάρος,ο: συμβολαιογράφος
νόντσολος,ο = ο νεοκόρος
νόνα,η = η γιαγιά
νταραβέρι,τό = η συναλλαγή
νταβάς,ο = πήλινο μαγειρικό σκεύος
νταής,ο = ο παληκαράς
ντιστρούτο,τό = τό χοιρινό λίπος
μανέστρα,η = τά ζυμαρικά
ξέστα,η = η στάμνα
ξεσφαλίζω = ξεσερσώνω, καθαρίζω τόν λόγγο
ξεσφάλι,τό = ο καθαρισμένος χώρος από τά χόρτα καί τά δένδρα
όλο με μιάς = ξαφνικά
ονόρε,το = η τιμή ( τού ατόμου)
ομπία,η: έμμονη ιδέα
οριό, τό = τό απότομο κρύο
όρντινο,το = η διαταγή
όρντινες,οι = οι παραγγελίες
ορέ = μωρέ,βρέ
όρσε: φάσκελο
παγανέλι,τό = η σωστή ονομασία είναι μπραγανέλι= τό ανάμικτο μικρό ψάρι(ανακατεμένα μικρόψαρα,μπαρμπούνια,λεθρίνια,πέρκες,μουρμούρια κ.λ.π.).Πασίγνωστή ανά τό Πανελλήνιο ονομασία μέ τήν οποία κακώς παρανομίζουν τούς Κερκυραίους.Η παραφθορά αυτή προέρχεται από τούς αμόρφωτους καί αγράμματους ψαράδες, οι οποίοι αντί τής σωστής λέξεως, μπραγανέλι, εδιαλαλούσαν τά ψάρια τους μέ τήν λέξη, παγανέλι ή παγανέλια.Αλλη  παραδοχή τής λέξεως προέχεται από τήν λέξη,φαναγκρέλι= είδος μικρού μελωδικού πουλιού,τό οποίο οι κυνηγοί όταν τά έπιαναν τά έβαζαν σέ κλουβιά καί τά πωλούσαν καί τά έλεγαν παγανέλια.
παπακερά = βαμβακερά
παρόντσολο,τό = (ή μπαρόντσολο), η ουρά τού μανδύα(κυρίως τού δεσπότη) τήν οποία εκρατούσε ο μπαρόντσολος( εκκλησιαστικός υπηρέτης),κατεπέκταση ότι κρέμεται από τό φόρεμα, όπως πχ. η ουρά τού νυφικού τής νύφης.
παυλοσυκιά,η = η φραγκοσυκιά
πασούμια = παντόφλες
πασαμπρόντο,το = τό σουρωτήρι
παρτσινέβελος,ο: το αφεντικό, ο νοικοκύρης
πάντσα,η = η κοιλιά
πέκα,η = η ιδέα
πένα,η = ο στυλός γραφής, ο κονδυλοφόρος
πεύκι,τό = τό χαλί
Πέφτη, η = η Πέμπτη
περσέμολος,ο = ο μαιντανός
πήλα,η = μεγάλο τενεκεδένιο κιλυνδρικό δοχείο πού φυλάσσεται λάδι
πινιάτα,η: κατσαρόλα
πιτέρι τό = η γλάστρα
πιάτσα,η = η πλατεία, τό παζάρι
περγουλιά,η = η κληματαριά
πέργουλο,το = τό κλήμα
πετεγουλιό,τό = τό κουτσομπολιό
Πολυσπορίτισσα,η = Τά Εισόδεια τής Θεοτόκου, η Εορτή τής Παναγίας τήν 21η Νοεμβρίου
ποντίγιο,το = τό πείσμα
πόρτιγο,το = η είσοδος
πομιντόρο,το: ντομάτα
πόστα,το = τό ταχυδρομείο
πόργος,ο = η συνοικία
ποίργος,ο = ο τοίχος
πούλου-πούλου: εδώ κοντά (Kαρουσαδίτικο)
πόρκα,η = τό επάνω μέρος τής εξωτερικής κερκυραϊκής ενδυμασίας
πορταδούρα,η = η μεταφορά πραγμάτων μέ ίππήλατο κάρο , τό αγώϊ
προβατώ: περπατώ
προκάνω = προφθάνω
ριγέ,τό = ραβδωτό
ρίγι,τό = η παραφυάδα (τού φυτού)
ρίτσινη,η = η καρυδένια
ρεντίκολο,το = ο γελείος, ο δίχως σημασία
ρεμεσιέρης,ο = ο ξυλουργός, ο επιπλοποιός
ρεμολίδος,ο = ο χαλαρός
ρεμέγκου = εγκατελειμένο ( επίρρημα )
ρεμονταδούρα ,η = η επιδιόρθωση
ρεμπόμπο = τό γλέντι, τό ξεφάντωμα
ρεμπουκάρω = σοβαντίζω
ρο��βινάτσα,τά = τά απάσβεστα,τά μπάζα
ρετάρω = χάνω τά λογικά μου
ροδέλα,η = η κουβαρίστρα
ροζογέρα,η = τ���� μπουκάλι μέ τό ποτό
ροκέτο = τό εξωτερικό φόρεμα τής Κερκυραϊκής ενδυμασίας
ροβολώ = τρέχω
ροπμαβέκια,η = η άχρηστη παλιατζούρα
ρούγα,η = η γειτωνιά
ρουφιάνος,ο = ο καταδότης, ο νtαβατζής, αυτός πού κάνει πλάτες στόν άλλο
σαλάδο ,το = τό σαλάμι
σαλτάρω = πηδώ
σάλτος ο = τό πήδημα
Σάνταλομαρία,η = η μακρυά γαϊδούρα (παιγνίδι)
σίσκλος ή σίκλος, ο: κουβάς
σκάνιο,το: καρέκλα
σκιάζομαι ή σκιάομαι = φοβάμαι
σκιάω η σκιάζω = φοβίζω
σκαμπέλο,το = τό κομοδήνο
σκαρτσούνια,τά = οι κάλτσες
σκαρπίνια,τα = τά παπούτσια
σκατζιά,η = τό ράφι
σκάτουλα,η = τό κουτί
σκουτί,το: ρούχο
σκούτζικας,ο = η σαϊτιά (φίδι)
σπαβέντο.το = η τρομάρα
σμπούζα = αποτυχία
σμπούκιο,το = τό απότομο σπρώξιμο
σπόρισμα,τό = οι σπόροι γιά σπορά ( γιά σπάρσιμο αγρών)
σούδα,η = η τάφρος, τό χαντάκι
σούσουρο,τό = η διάδοση ειδήσεων,τό κουτσομπολιό,έγινε σούσουρο= τό
                          μάθανε όλοι
σούφρα,η = η ρυτίδα,η ζαρωματιά
σούγο,τό = η σάλτσα τού φαγητού
σταγκοπηνιάτης,ο = ο γανωτής
σταμπάδο,το = τυπωμένο
στραμπαλάδος ,ο = ο ανισόρροπος
στιά,η: η φωτιά
στραβομουτσουνιάζω = δισαρεστούμαι
στραβοστομάω = πανικοβάλομαι,ξαφνικα φοβάμαι πολύ
στρηνάρι,το ή στρηναρόπετρα,η: σκληρή πέτρα, τα σκληρά ασβεστολιθικά πετρώματα του Παντοκράτορα.
συκομαίδα,η = η συκόπητα
σφάχτης,ο = η οχιά
σφαλαγκονιά,η = ο ιστός τής αράχνης
σφαλάγκι,τό = η αράχνη
σφαλίζω = κλείνω καλά
σφαλί,τό = τό σκέπασμα
σφίγκλα,η = η καρφίτσα
σφυχτοχέρης,ο = ο φιλάργυρος
σφογγίζω = μαζεύω τά νερά μέ τό σφουγγάρι, έ ένα σφουγγαρόπανο
συφταίνω = αξιώνομαι, καταφέρνω
σωτοσκάλα,η = η αποθήκη , γενικά οχώρος πού υπάρχει κάτω από τήν εσωτερική η εξωτερική σκάλα καί χρησιμοποιείται γιά αποθήκη
σωφεγκιάζω = δοκιμάζω στή γεύση
τάβλα,η = η σανίδα
ταβλάτσο,τό = τό ξύλινο πάρκο, η εξέδρα
ταγιάρω = κόβω φέτες
τ' Αγιο Κορμί = τό Σεπτό Σκήνωμα τού Αγίου Θαυματουργού Σπυρίδωνα
ταμπάρο,τό = τό παλτό, τό επανωφόρι
τάραμα,το = τό πολύ δυνατό κρύο
τάταλα τά = οι χουρμάδες, ταταλιά η = η φοινικιά, ο φοίνικας
τερτικό,τό = η μικρή κόφα,τό ψηλό καλάθι μέ δύο λαβές
τζάτζαλα,τά = τά άχρηστα
τίνα ,η = τό τενεκεδένιο δοχείο πού βάζουν μέσα ελιές
τηγανίτα,η = ο λουκουμάς
τζαλέτι,τό = τηγανητό παρασκεύασμα ζυμωμένο μέ αλεύρι καλαμποκιού
τότσο = λίγο
τουβαέλι,τό = η πετσέτα τού τραπεζιού γιά τό σκούπισμα τού στόματος
τζόγια,η: χαρά, (χαϊδευτικό) τζόγια μου= χαρούλα μου
τζάτζαλα,τα = η παλιατζούρα
τριτσέλι,τό = τό ράτζο,τό κρεβάτι εκστρατείας,πρόχειρο κρεβάτι φτιαγμένο από τρίποδα καί σανίδες
τρίτσα ,η = τό ψάθινο καπέλο
τραβέσα,η = η ποδιά
τραβεζάρω = μεταγκγίζω, μεταφέρω υγρό από τό ένα δοχείο στό άλλο
τρίβουλο ,τό = τό ψίχουλο
τράβο,τό = τό χονδρό τετραγωνισμένο μακρόστενο ξύλο, τό μαδέρι
τρετσάνα,το = τό ρίγος,η ανατριχήλα
τσαντσαμίνι,τό = τό γιασεμί
τσαμένος,ο = ο καϋμένος
τσουλούκανος,ο = η κουκουβάγια ( συναντάται κυρίως εις τά χωριά τού όρους)
τσουλούφι,τό = η τούφα μαλλιών τής κεφαλής
τσούντα,η = η αιχμηρή κορυφή αιχμηρού αντικειμένου( καρφίτσας, μυτερό κοντάρι,κόψη ξυραφιού), τσούντα κυριολεκτικά= τρομερό ξεροβόρι, πολύ παγωνιά.
τσουτσουμίδα,η = χρωματιστό μανδήλι εξάρτημα τοπικής ενδυμασίας
τζίος,ο = ο θείος
τζία,η = η θεία
τσάτσα,η = η θεία
τσακίζω = σπάζω
τσαγκούλι,τό = τό δοχείο μαγειρέματος, τό τσουκάλι
τσερβέλο,τό = τό κεφάλι, τό μυαλό
τσιγκρί,τό = τό πειραχτήρι
τσίκα =  κορυφή βουνού, υψώματος
τσιμουδιά,η = η σιωπή
τσιριμόνιες,οι = τά νάζια, τά καλοπιάσματα.
τσοπαίνω = σιωπώ
τσουκαριέρα,η = η ζαχαριέρα
τσούνι-τσούνι = λίγο- λίγο
τσούκα,η = η αναποδιά, τό εμπόδιο
τσουτσούδι,τό = τό ξυλαράκι , τά προσανάματα τής φωτιάς
τσούφα,η = η φούντα,η τούφα,τά φουντωμένα κλαδιά
τόρτσα,η = τό χονδρό κερί( συνήθως τάματα )
τυλώνω = γεμίζω ξέχειλα
φάβρος,ο = ο σιδηρουργός
φαλιραμέντο ,τό = η χρεοκοπία
φανέστρα,η = τό παράθυρο
φελάω = αξίζω, δέν φελάει=δέν αξίζει
φιλέτα ,η = η χωρίστρα τών μαλλιών τής κεφαλής
φιοράδο, τό = τό έχον σταμπαρισμένα λουλούδια ύφασμα
φλέστρι ,τό = τό ξερό καί πολύ σκληρό άχυρο
φλούμι, τό = τό άχυρο από τό στάχυ τού σιταριού
φροκάλι,το = η σκούπα
φροκάγια,τα = τά σκουπίδια
φρουκάτα ,η = πάσαλος στηρίγματος ο οποίος στήν κορυφή φέρει διχάλα
φρεσκαμέντο ,το = τό φραγκόσυκο
φτιαμένο μέ τίς ορντίνες = επί παραγγελία
φορτίκι,τό = τό γαϊδούρι
φουσάτο ,τό = τό πλήθος
φτιαμένο από τίς μόστρες = έτοιμο από τά καταστήματα
φόρος,ο = η πλατεία τού χωριού,χώρος πού συγκεντρώνονται άτομα
φουντώνω = θυμώνω
φουριόζος,ο = ο βιαστικός
φούρια,η = η βιασύνη
χάμουργας,ο = ο τυφλοπόντικας
χαψιά,η = η μπουκιά
χαρτουλίνα ,η = η χαρτοσακούλα
χλούμπα,η = τό σούρουπο
χολεύομαι = νευριάζω ,θυμώνω
χολή,η = ο θυμός
χώριση,η = τό χώρισμα, τό σύνορο
χώρα,η = η πόλη τής Κέρκυρας εις τήν κερκυραϊκή καθομικουμένη
χυμονικό τό = τό καρπούζι
ψιλλιάζομαι = υποπτεύομαι
ψιλώνω = καθαρίζω τό έδαφος από τά αγριόχορτα
ψιολότος,ο = ο υπνάκος
ψωμώνω = ωριμάζω
ωγνίστρα,η = η γωνιά μέ τήν φωτιά, τό παραγώνι , τό τζάκι
Κερκυραϊκές φράσεις.
Αλιμάγκου τσί μπατούδες φόρσι καί γίνει κανένα ρεμπόμπο καί πάμε όλοι απούφου =Επί τέλους ,βοηθήστε στά σπρωξίματα ( σπρώχτε όλοι) ίσως καί γίνει κανένα αποτέλεσμα ( τελειώσει η δουλειά) καί φύγουμε όλοι.
Μανέστρα κολοπίμπιρι = Ζυμαρικά μέ κοκκινοπίπερο.
Κανάτι μέ κουτσούλους = Δοχείο συλλογής ούρων γεμάτο μέ ακαθαρσίες.
Διευκρινίσεις:
 1) Μπακοτσιάνος και όχι μπακοτσάνος όπως αναφέρεται πιό πάνω,σημαίνει ο γουβιός, κατ επέκταση ο ψαρόμυαλος.Ο Ολυμπος είναι ποδοσφαιρική ομάδα τής Γαρίτσας τής Κέρκυρας, η οποία είναι παραθαλάσια καί οι κάτοικοι ασχολούνται καί μέ τό ψάρεμα.Τό χόμπυ τους είναι όταν δέν έχουν δουλειά παίρνουν τήν πετονιά τους καί κάθονται στό κράσπεδο τής παραλίας τού κόλπου τής Γαρίτσας καί προσπαθούν νά πιάσουν κανένα γουβιό, μπακοτσιάνο όπως τούς λένε κορφιάτικα.
2) παγανέλι ή παγανέλια, σωστά είναι μπραγανέλια ή μπραγανέλι, προέρχεται από τό μπραγάνι, ανάμεικτα ψάρια τής τράτας, τά μικρόψαρα τά λένε μπραγανέλι προερχόμενο από το μπραγάνι. οι ψαράδες τα λένε καί παγανέλια παραφθορά της λέξης μπραγανέλια. Ιδίωμα της κορφιάτικης διαλέκτου καί αυτό.Αν καί φαίνονται παράξενα δέν είναι καθόλου παράξενα, ο κάθε τόπος έχει τήν διάλεκτό του.



2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κερκυραϊκό ιδίωμα είναι το σωστό και όχι διάλεκτος.

Βιβή Τρύφωνα

the quarantine chef είπε...

ορε ειμαι 14 και ειμαι στην κερκυρα απο οταν γεννηθηκα.και τις περρισσοτερες δν τις χρησιμοποιουμε😅

Bookmark and Share