Μια μέρα στο Αιγαίο
Φαντάρος ήμουνα, στη Σάμο, το 1980. Εκεί στα μέσα του Σεπτέμβρη,
ένας γλυκός καιρός με φρόνιμους αέρηδες, δρόσιζε τις νύκτες μας και
θέριευε τα όνειρά μας.
Στο Ηραίο της Σάμου, στα νοτιοανατολικά του νησιού, δίπλα στον αρχαίο
ναό της Ηρας, που τον χειμώνα ζέσταινε τις ψυχές μας και τα καλοκαίρια
άδειαζε τις τσέπες των Ευρωπαίων. Ψαροχώρι το Ηραίο, καμιά πενηνταριά
σπίτια, μια εκκλησιά και τρεις-τέσσερις ταβερνούλες.
Στην
είσοδο του χωριού κατέβαινε ένα ρέμα από το βουνό, με κατεύθυνση προς
τη θάλασσα. Αυτό το ρέμα λοιπόν, κρατούσε δεξιά αριστερά πολλές
μπεκάτσες, ενώ στα χαμηλά, στο πλησίασμα της θάλασσας, λογής-λογής
αποδημητικά έβρισκαν καταφύγιο στην απανεμιά του γιαλού.
Δυο
χρόνια στο νησί, δυο χρόνια στο χωριό, μάθαμε τις πέτρες, τις
φουσκοθαλασσιές και τους ερχομούς των εμιγκρέδων του αέρα. Βλέπετε, οι
πάπιες οι μπεκάτσες, οι τσίχλες, οι καλημάνες, τα τρυγόνια, δεν θέλανε
βίζες και διατυπώσεις... Ψαγμένοι κάποιοι απ τον λόχο, παιδιά της
υπαίθρου κυρίως, χάζευαν τα πουλιά με μια νοσταλγία ίσως... Εκεί στο
καθημερινό περίπολο της παραλίας, έβλεπες τους πελαργούς να φεύγουν προς
τον νότο.
Ηταν τότες στον λόχο μας, ένας λεβέντης δίμετρος λοχίας
από το Αλιβέρι. Κάθε πρωί, βγαίναμε , περισσότερο σαν ρουτίνα, με το
bar και το Μ1, να κάνουμε τα τρία τέσσερα χιλιόμετρα της παραλίας.
Παιδί
της γης και του μόχθου ο ψηλός, άκουγε ατέλειωτες ιστορίες για κυνήγια,
με ευχαρίστηση. Ο ίδιος δεν ήταν κυνηγός, του άρεσε όμως το κυνήγι. Ο
λοχαγός μας, ένας κοκκινοπρόσωπος γυμνασμένος Κοζανίτης, όχι μόνο
κυνηγούσε, αλλά αντί για όπλο στις ασκήσεις... έπαιρνε μαζί του ένα
παλιό αγγλικό δίκαννο.
Ενα πρωί λοιπόν, είχαμε βγει με τον
Βασίλη, τον λοχία. Ο λοχαγός είχε ένα φιατάκι και μας είδε περνώντας τη
γέφυρα πριν μπει στο χωριό. «Καλά ρε, πάλι εσείς πρωί-πρωί;».
Ηξερε
ο Κοζανίτης ότι γουστάραμε το πρωινό περίπολο, του καλοάρεσε κιόλας,
ήταν όμως απόμακρος σαν διοικητής μας. Εστριψε το αυτοκίνητο προς την
αμμουδιά, σταμάτησε και μας έκανε νόημα να μπούμε μέσα. -«Ρε στραβάδια,
αφού το λέει η καρδιά σας, σήμερα δεν θα πάμε μέσα. Ούτε εσείς, ούτε
εγώ. Θα κυνηγήσουμε...». Σήκωσα το κεφάλι και η ψυχή μου απογειώθηκε.
Εκείνη τη στιγμή, αν μου έλεγε να σταματήσω να αναπνέω θα το κανα.
-«Βάλτε
τα σίδερα στο πορτμπαγκάζ και φύγαμε», μας διέταξε... Κάποτε κάποτε
κανόνιζαν οι ντόπιοι καϊκι από την ταβέρνα -που ήταν ένα κομμάτι γης
μέσα στη θάλασσα- για το Αγαθονήσι. -«Θα πάμε για τρυγόνια είπε
ρουφώντας χαρούμενα τον βαρύ γλυκό του. Το χε σχεδιασμένο σίγουρα, γιατί
σε λίγο πλάκωσαν τρεις τέσσερις μερακλήδες με καραμπίνες, σακίδια και
τέτοια...
Στο νησί...Κουβέντα στην
κουβέντα, ανεβήκαμε στο καϊκι. - «Πάρε», λέει ένας υπέρβαρος
μουστακοφόρος, προτείνοντας ένα δωδεκάρι ρώσικο μονόκαννο. Ηταν ο
καϊκτσής, που διάβασε το βλέμμα μου. Τους κοίταγα σαν τον πεινασμένο...
Γκιωνάκη σε ελληνική ταινία. Μοιράσανε και άπειρα φυσίγγια και
ξεκινήσαμε σαν εκδρομή σχολείου. Μόλις όμως ανοιχθήκαμε για τα καλά, με
έπιασε η θάλασσα και με ζόρι κρατιόμουν στην κουπαστή. Τελικά ξάπλωσα
στην κουβέρτα, ανήμπορος.
Με ξύπνησαν, για να κατέβουμε σε ένα
ξερονήσι. Ετσι μου φάνηκε στην αρχή. Βγήκαμε έξω κι άρχισε το πανηγύρι
αμέσως. Είχε κάτι χαρουπιές ψηλές. Οι άλλοι γέμιζαν τον τόπο τουφεκιές.
Τότε είχε και τα πεντάσφαιρα, οκτάσφαιρα, η χαρά του έμπορα... Πού να
τουφεκίσει ο «γουρουνάς στο φτερό», ρεζίλι θα γίνουμε είπε ο λοχίας...
Φύγαμε λοιπόν μακρύτερα, να κάνουμε κάνα τσιγάρο κι έχει ο Θεός. Ε, είχε
ο Θεός και για μας. Ενα ζευγάρι χαμήλωσε και κάθισε στη γης, καμιά
εικοσαριά μέτρα μπροστά μας. Σημάδεψα τα σταματημένα τρυγόνια ανάμεσά
τους, θα ταν μισό μέτρο το ένα απ το άλλο, και μπαμ. Αυτό που λέει ο
λαός... μ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και η μεγάλη πλάκα ήταν που αυτά ήταν
και τα μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα τρυγόνια που πήρε η παρέα. Νωρίς
νωρίς κολατσίσαμε.
Σαν να είχε ένα αόρατο χέρι δώσει το σύνθημα, τα τρυγόνια έπαψαν να παίζουν. -«Αντε» -είπε ο λοχαγός- «ψάξτε καλά γύρω γύρω».
Γίναμε
λοιπόν και απορτάρικα. Δεν βρήκαμε τίποτα, μάλλον γιατί ήταν εύκολος ο
τόπος, τουφεκούσανε στα ανοικτά και τα βλέπανε στο πέσιμο.
Στον
γυρισμό, έγινε τρικούβερτο γλέντι στην ταβέρνα του κυρ-Πέτρου.
Μαζεύτηκαν και οι συνήθεις τζαμπατζήδες και τα τρυγόνια έδεσαν με τον
γόνο στο τηγάνι, τις σουμάδες στο... κεφάλι και το ούτι του ταβερνιάρη.
Οπως λέει κι ο ποιητής, μοσχοβολούσε βασιλικό κι ασβέστη. Κι όταν
σουρούπωσε για τα καλά, ένα βιολί αγκάλιαζε τις νότες απ το ούτι και
σκόρπιζε τη δροσιά του φθινοπώρου στα άγια κύματα, της πιο όμορφης
θάλασσας του κόσμου. Του Αιγαίου.
Σαν υστερόγραφοΑφιερώνεται
ολόψυχα στον έφεδρο λοχία του 1980, στον Βασίλη Σώζο από το Αλιβέρι
Ευβοίας, που πιάστηκε από χρόνια στα δίχτυα μιας άλλης Κίρκης της
όμορφης πατρίδας μας. Της Κέρκυρας. Και έτσι έμεινε εκεί ψηλά στον
χάρτη, να συγκρίνει ομορφιές, πόθους και καημούς. Και τις μεγάλες νύκτες
του Σεπτέμβρη, προλαβαίνει να πεταχτεί μέχρι το Ηραίο, το Μοναστήρι του
Αϊ-Γιάννη, την Ψιλή Αμμο, τον Ασπρόκαβο, τη Σαμιοπούλα. Να δει αν έχει
πέρασμα, να δει αν τα τρυγόνια ξεκόβουν ακόμα, ζευγαρωτά...
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΣ